- ἐπιφόρημα
- ἐπιφόρημαdishes served up besidesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφόρημα — ἐπιφόρημα, τὸ (A) [επιφορώ] 1. στον πληθ. τὰ ἐπιφορήματα πρόσθετα φαγητά μετά το δείπνο («σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέονται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῑσι», Ηρόδ.) 2. προσφορά πάνω στον τάφο … Dictionary of Greek
ἐπιφορήμασι — ἐπιφόρημα dishes served up besides neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορήμασιν — ἐπιφόρημα dishes served up besides neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορήματα — ἐπιφόρημα dishes served up besides neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)